- στενόχωρο
- sıkıntılı, üzüntülü, endişeli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
στενόχωρος — η, ο / στενόχωρος, ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι») 2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… … Dictionary of Greek
στενόχωρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο: Μένουν σ ένα στενόχωρο σπίτι. 2. αυτός που εύκολα στενοχωριέται: Είναι πολύ στενόχωρος άνθρωπος. 3. αυτός που προκαλεί στενοχώρια: Η δουλειά του είναι πολύ στενόχωρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)